Οι σχέσεις στην ψηφιακή εποχή
Ζούμε σε μια εποχή όπου η επικοινωνία δεν υπήρξε ποτέ πιο εύκολη — και ταυτόχρονα, οι άνθρωποι δεν έχουν νιώσει ποτέ πιο μόνοι. Με ένα άγγιγμα στην οθόνη μπορούμε να γνωρίσουμε κάποιον, να μιλήσουμε, να εξαφανιστούμε, να ξεκινήσουμε ξανά. Κι όμως, μέσα σε αυτή την υπερ-διαθεσιμότητα, κάτι ουσιαστικό μοιάζει να λείπει.
Οι εφαρμογές γνωριμιών και τα κοινωνικά δίκτυα έχουν αλλάξει ριζικά τον τρόπο που σχετιζόμαστε. Οι σχέσεις φαίνονται πιο εύκολες να αρχίσουν, αλλά και πιο εύκολες να τελειώσουν. Καινούριοι όροι όπως situationships, ghosting, orbiting έχουν μπει στο λεξιλόγιό μας, περιγράφοντας μορφές επαφής χωρίς σαφή όρια ή δέσμευση. Είναι σαν να αναζητούμε διαρκώς μια «ενδιάμεση κατάσταση» που δεν απαιτεί πλήρη εμπλοκή αλλά προσφέρει την ψευδαίσθηση της σύνδεσης.
Πίσω όμως από αυτές τις λέξεις κρύβεται ένα γνώριμο ανθρώπινο αίτημα: να ανήκουμε, να αγαπηθούμε, να υπάρξουμε μέσα από το βλέμμα του άλλου, χωρίς την απειλή ότι θα χαθεί ο αληθινός μας εαυτός.
Οι ψευδαισθήσεις της επιλογής
Τα dating apps υπόσχονται απεριόριστες δυνατότητες — όμως πίσω από αυτή την πληθώρα επιλογών κρύβεται συχνά το παράδοξο του ανικανοποίητου. Το φαινόμενο που περιέγραψε ο Barry Schwartz (The Paradox of Choice) φαίνεται να ισχύει απόλυτα εδώ: όσο περισσότερες επιλογές έχουμε, τόσο πιο δύσκολο γίνεται να καταλήξουμε σε μία. Και όταν τελικά το κάνουμε, η απόφαση συνοδεύεται από αμφιβολία: «Μήπως υπάρχει κάτι καλύτερο;»
Το συνεχές scrolling στην αναζήτηση του επόμενου «ενδιαφέροντος» προσώπου γίνεται μια συνήθεια που μας κρατά δραστήριους, αλλά όχι απαραίτητα συνδεδεμένους. Ο άλλος παύει να είναι πρόσωπο και γίνεται δυνατότητα, μια εναλλακτική ή ακόμη και ένας τρόπος φυγής. Το αποτέλεσμα; Μια διαρκής αναζήτηση που κουράζει, αποξενώνει και κάνει την εγγύτητα να μοιάζει απειλητική.
Από την οργανική στη διαχειριζόμενη σύνδεση
Ένα ακόμη αποτέλεσμα της ψηφιακής γνωριμίας είναι η απουσία κοινού πλαισίου. Στη θέση της αυθόρμητης γνωριμίας —μέσα από κοινές παρέες, εργασία ή δραστηριότητες— αναδύεται μια διαδικασία επιλογής βάσει κριτηρίων. Πολλοί αναζητούν συντρόφους με τη λογική των «κουτιών»: σταθερότητα, χιούμορ, κοινά ενδιαφέροντα, σεξουαλική συμβατότητα. Όταν ένα ή περισσότερα «κουτάκια» δεν συμπληρώνονται, ο άλλος απορρίπτεται.
Στην πραγματικότητα, καμία σχέση δεν μπορεί να αντέξει την απόλυτη αξιολόγηση — ούτε και θα έπρεπε να περιμένουμε από έναν μόνο άνθρωπο, τον σύντροφό μας, να καλύψει όλα τα κενά στη ζωή μας. Όπως επισημαίνει η θεραπεύτρια ζεύγους Esther Perel, «οι προσδοκίες μας από τον/τη σύντροφό μας είναι πλέον αμέτρητες: να είναι κολλητός φίλος, παθιασμένος εραστής, γυμναστηριακός σύντροφος, life coach, γονιός, οικονομικός σύμβουλος…».
Μια τέτοια προσδοκία είναι τόσο εύθραυστη που οδηγεί σε αλλεπάλληλες απογοητεύσεις και ματαιώσεις, καλλιεργώντας το αίσθημα της μη-σύνδεσης. Όμως η εγγύτητα δεν ελέγχεται, ούτε κατασκευάζεται. Χτίζεται μέσα από την περιέργεια για τον άλλον, την αβεβαιότητα, τις σιωπές, τους τσακωμούς και την αποδοχή ότι και ο άλλος —όπως κι εμείς— έχει ψεγάδια.
Γιατί μπορεί να επιλέγω «μη-σχέσεις»;
Από τα πρώτα μας βιώματα στην οικογένεια, μαθαίνουμε τι σημαίνει σχέση. Τι είδαμε στη σχέση των γονιών μας; Πόση τρυφερότητα, φροντίδα, ελευθερία ή έλεγχο εισπράξαμε;
Όταν η σχέση έχει συνδεθεί με απώλεια του εαυτού ή με την απειλή της εγκατάλειψης, τα situationships και η «χαλαρή δέσμευση» μπορεί να λειτουργούν ως μηχανισμοί προστασίας: τρόποι να σχετιζόμαστε χωρίς να κινδυνεύουμε να χαθούμε.
Ταυτόχρονα, η κουλτούρα της εποχής μας έχει εξισώσει την αυτάρκεια με την επιτυχία. Μας ενθαρρύνει να είμαστε «ευτυχισμένοι», «παραγωγικοί», «αυτόνομοι» — λέξεις που δύσκολα συνυπάρχουν με την ευαλωτότητα. Η πραγματική εγγύτητα, όμως, απαιτεί επιβράδυνση, χρόνο και τη γενναία παραδοχή ότι δεν είμαστε τέλειοι — και ίσως αυτό ακριβώς να φοβόμαστε περισσότερο: τη στιγμή που θα αφήσουμε το βλέμμα του άλλου να μας δει όπως πραγματικά είμαστε.
Κλείνοντας
Οι σχέσεις του σήμερα αντικατοπτρίζουν το πνεύμα της εποχής: γρήγορες, ρευστές, υπό συνεχή αξιολόγηση. Κι όμως, πίσω από όλα αυτά, η ανθρώπινη ανάγκη παραμένει ίδια — να μας δουν, να μας αντέξουν, να μας συντροφεύσουν.
Η ψυχοθεραπεία μπορεί να λειτουργήσει ως χώρος όπου αυτή η αναζήτηση αποκτά φωνή και βάθος. Όχι για να μας δείξει «πώς να σχετιστούμε σωστά», αλλά για να μας βοηθήσει να συνδεθούμε αληθινά — πρώτα με τον εαυτό μας και ύστερα με τον άλλον.
Ίσως τελικά, το ζητούμενο δεν είναι να είμαστε συνεχώς online, αλλά να μάθουμε να είμαστε πραγματικά παρόντες.