Οι περισσότεροι άνθρωποι, όταν σκέφτονται μια ομάδα ατόμων, φέρνουν στο μυαλό τους μια σχολική τάξη, μια φοιτητική παρέα ή μια ομάδα στη δουλειά.

Όμως η πρώτη μας ομάδα δεν είναι το σχολείο, δεν είναι οι παρέες ούτε η εργασία. Είναι η οικογένεια. 

Εκεί, πολύ πριν καταλάβουμε τη λέξη «ομάδα», παίρνουμε τις πρώτες μας θέσεις μέσα σε ένα σύστημα: άλλος γίνεται εκείνος που “φροντίζει”, άλλος εκείνος που “αντιδρά”, άλλος εκείνος που “μην του πεις τίποτα, είναι ευαίσθητος”.

Αυτές οι πρώτες εμπειρίες σχέσεων, εγγύτητας, απόστασης, σύγκρουσης και συμφιλίωσης, δημιουργούν έναν εσωτερικό χάρτη. Με αυτόν τον χάρτη μπαίνουμε αργότερα σε όλες τις επόμενες ομάδες: στο σχολείο, στις παρέες, στη δουλειά, ακόμη και σε μια θεραπευτική ομάδα.

Στο σχολείο απλώς μεγαλώνει η “ σκηνή”. Δεν είμαστε πια μέσα σε έναν οικογενειακό μικρόκοσμο, αλλά σε μια τάξη με πολλά παιδιά και έναν ενήλικα που έχει την ευθύνη, τον δάσκαλο. Εκεί ξαναπαίζονται παρόμοια θέματα: 

ποιος ακούγεται, ποιος περνά απαρατήρητος, ποιος γίνεται συχνά στόχος, ποιος αναλαμβάνει να “σώσει την κατάσταση” όταν υπάρχει αναστάτωση. 

Από την οικογένεια μέχρι το σχολείο, αλλά κι αργότερα στη δουλειά ή στις παρέες, οι ομάδες έρχονται και ξανά-ξυπνούν κάποια πολύ βασικά μας ερωτήματα: 

“Με χωράνε;”, “Μ’ αντέχουν όπως είμαι;”, “Θα με αφήσουν απ’ έξω;”.

Δεν είναι λοιπόν περίεργο που πολλοί άνθρωποι λένε: “δεν τα πάω καλά με τις ομάδες”.

Πίσω από αυτή τη φράση συχνά υπάρχουν εμπειρίες έκθεσης, ντροπής, μοναξιάς μέσα σε σύνολο, αλλά και μια βαθιά ανάγκη για ανήκειν που δεν έχει βρει ακόμη ασφαλή χώρο για να εκφραστεί.Μια ομάδα μπορεί να είναι ταυτόχρονα γοητευτική μα και απειλητική. Από τη μια, προσφέρει σύνδεση: η δυνατότητα να είμαι με άλλους ανθρώπους, να μοιραζόμαστε ιστορίες, να βρίσκω κομμάτια του εαυτού μου στα λόγια κάποιου άλλου. Από την άλλη, φέρνει στην επιφάνεια τον φόβο της έκθεσης. Στην ομάδα δεν ελέγχω πλήρως πώς θα με δουν. Υπάρχουν βλέμματα, σιωπές, αντιδράσεις που μπορεί να με αγχώσουν. Μπορεί να ανησυχώ ότι θα πω κάτι “λάθος”, ότι θα φανεί η αμηχανία ή η ευαλωτότητά μου, ότι οι άλλοι δεν θα με καταλάβουν ή ακόμη και πως το βάρος το δικό μου θα βαρύνει τόσο τους άλλους που θα μου επιστρέψει διπλάσιο.

Σε κάθε ομάδα εμφανίζονται, σχεδόν νομοτελειακά, κάποιοι ρόλοι.  ΟΧΙ τύποι ανθρώπων, αλλά ρόλοι που μπορεί να πάρει ο καθένας μας, άλλες φορές συνειδητά και άλλες φορές ασυνείδητα. 

Μπορεί να υπάρχει κάποιος που μιλάει πιο συχνά και ανοίγει τα θέματα, κάποιος που προτιμά να παρατηρεί και να μπαίνει στη συζήτηση πιο αργά, κάποιος που κρατά τις εντάσεις, που λέει «τα δύσκολα» ή πιάνει τα ευαίσθητα σημεία της ομάδας. Μπορεί να υπάρχει ένα μέλος που συχνά νιώθει ότι μένει λίγο πιο έξω από τον κύκλο, ότι δυσκολεύεται να βρει τη θέση του, ότι οι άλλοι έρχονται πιο εύκολα κοντά μεταξύ τους.Αυτές οι θέσεις δεν είναι ταυτότητες χαραγμένες στην πέτρα. Είναι ρόλοι που μαθαίνουμε σιγά-σιγά, συχνά ως τρόπους προστασίας. Κάποιος που μιλάει πολύ μπορεί στην πραγματικότητα να φοβάται τη σιωπή· κάποιος που σιωπά μπορεί να έχει μάθει ότι η σιωπή είναι ο πιο ασφαλής τρόπος να μην πληγωθεί. Κάποιος που δείχνει να “κάνει χιούμορ με όλα” ίσως έχει χρόνια εμπειρία στο να ελαφραίνει τις εντάσεις για να προστατεύει τους γύρω του. Κάποιος που νιώθει πως είναι πάντα λίγο “απέξω”, ίσως κουβαλάει πολλές παλιές εμπειρίες αποκλεισμού, ορατού ή αόρατου.

Εδώ βρίσκεται και η ιδιαίτερη δύναμη της ομαδικής θεραπευτικής εμπειρίας: μέσα σε μια ομάδα, όλα αυτά γίνονται πιο ορατά. Ο τρόπος που παίρνω ή δεν παίρνω τον λόγο, ο τρόπος που πλησιάζω ή απομακρύνομαι, ο τρόπος που ζητάω βοήθεια ή που αντέχω μόνος μου, δεν είναι πια κάτι που συμβαίνει μόνο μέσα στο μυαλό μου. Καθρεφτίζεται στις σχέσεις με τους άλλους. 

Η ομάδα γίνεται μια μικρογραφία της ζωής μου: ένα πεδίο όπου επαναλαμβάνονται γνώριμα μοτίβα, αλλά με τη δυνατότητα να παρατηρηθούν, να ειπωθούν και σιγά-σιγά  να αλλάξουν. Σε μια θεραπευτική ομάδα, όλα αυτά δεν αφήνονται στην τύχη τους. Υπάρχει ένα πλαίσιο που προσπαθεί να είναι όσο γίνεται πιο ασφαλές: χρόνος, όρια, εμπιστευτικότητα, σεβασμός. Υπάρχει επίσης η παρουσία ενός θεραπευτή που διατηρεί μια συστημική ματιά, δηλαδή δεν εστιάζει μόνο στην πληροφορία εκτός ομάδας που έρχεται από το κάθε άτομο, αλλά εστιάζει και στην πληροφορία που παράγεται εντός της ομάδας, δηλαδή στο πώς σχετίζεται ο καθένας με τους άλλους, πώς δημιουργούνται κύκλοι έντασης ή απομάκρυνσης, πώς παίρνονται και αλλάζονται οι ρόλοι.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, κάποιος μπορεί να δοκιμάσει κάτι που στην ”έξω”  ζωή φαντάζει αδύνατο. 

Εκείνος που έχει μάθει να είναι πάντα δυναμικός και να τα διαχειρίζεται όλα μόνος και να δείχνει πως όλα είναι εντάξει μπορεί να δοκιμάσει να πει “δεν αντέχω άλλο” και να δει τι συμβαίνει όταν δεν κρατάει μόνος του τα πάντα. 

Εκείνος που έχει μάθει να κρύβεται στη γωνία μπορεί, σιγά-σιγά, να δοκιμάσει να φανεί λίγο περισσότερο, να βάλει λέξεις σε αυτά που νιώθει, να αφήσει τη φωνή του να ακουστεί. 

Εκείνος που έχει συνηθίσει να ανησυχεί αν αρέσει σε όλους, μπορεί να δοκιμάσει να αντέξει μια διαφωνία ή μια μη ταύτιση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι καταρρέει η σχέση.

Δεν είναι απαραίτητο να αγαπήσει κανείς τις ομάδες. Ούτε χρειάζεται όλοι οι άνθρωποι να μπουν σε μια θεραπευτική ομάδα για να δουλέψουν με τον εαυτό τους. Χρειάζεται όμως συχνά να αναγνωρίσουμε ότι η δυσκολία μας με τις ομάδες δεν είναι ένα προσωπικό ελάττωμα, αλλά ένα άθροισμα εμπειριών: οικογένειας, σχολείου, κοινωνικών πλαισίων, ρόλων που κάποτε μας προστάτευσαν.

Αν οι ομάδες σε δυσκολεύουν, ίσως αυτό να σημαίνει ότι μέσα σε αυτές ενεργοποιούνται παλιά κομμάτια σου που χρειάζονται προσοχή και φροντίδα.

Μια θεραπευτική ομάδα, όταν είναι η κατάλληλη στιγμή και το κατάλληλο πλαίσιο για σένα, μπορεί να λειτουργήσει σαν ένα “εργαστήριο σχέσεων” ή αλλιώς ένα “εγχειρίδιο ζωής: ένας τόπος όπου δεν χρειάζεται να πας τέλειος, αλλά όπως είσαι· ένας τόπος όπου μπορείς να καταλάβεις καλύτερα γιατί μέχρι τώρα οι ομάδες ήταν τόσο απαιτητικές και να δοκιμάσεις, με τον δικό σου ρυθμό, διαφορετικούς τρόπους να είσαι μαζί με άλλους ανθρώπους.

Κάπως έτσι, η φράση “δεν τα πάω καλά με τις ομάδες” μπορεί κάποτε να μεταμορφωθεί. Να γίνει “τώρα καταλαβαίνω τι κουβαλάω όταν μπαίνω σε μια ομάδα” και, ίσως, “επιτρέπω στον εαυτό μου να δει αν μπορεί να είναι λίγο πιο άνετος, λίγο πιο αληθινός, λίγο πιο συνδεδεμένος μέσα σε αυτή”.

Μαίρη Μαρκάτη

Ψυχολόγος MSc, Συστημική Ψυχοθεραπεύτρια